- εὐδιάπνευστος
- εὐδιά-πνευστος, ον, = sq, Thphr.Od.39, Ath.1.26e, Ath. [voice] Med. ap. Orib.1.2.2.II [voice] Act., perspiring freely, ib.9.5.3, Gal.6.407.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάπνευστος — εὐδιάπνευστος, ον (Α) 1. ο ευδιάπνους* 2. αυτός που ιδρώνει εύκολα («τὸ δέρμα εὐδιάπνευστον ἐργάζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπνευστός (< διαπνέω)] … Dictionary of Greek
εὐδιάπνευστος — perspiring freely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάπνευστον — εὐδιάπνευστος perspiring freely masc/fem acc sg εὐδιάπνευστος perspiring freely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάπνευστα — εὐδιάπνευστος perspiring freely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάπνευστοι — εὐδιάπνευστος perspiring freely masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)